одичать - ορισμός. Τι είναι το одичать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι одичать - ορισμός


одичать      
ОДИЧ'АТЬ, одичаю, одичаешь. ·совер. к дичать
.
ОДИЧАТЬ      
одичать      
сов. неперех.
1) а) Стать вновь диким, неприрученным (о животных).
б) Стать вновь диким, некультивированным (о растениях).
в) Стать запущенным, зарасти, заглохнуть (о саде, поле и т.п.).
2) перен. Отвыкнуть от общения с людьми, от культурных привычек (о человеке).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για одичать
1. Такого врага надо истребить, чтобы не дать миру одичать окончательно.
2. Он может убежать и, прячась в укромных уголках квартиры, одичать.
3. Не озвереть и не одичать, когда и озверение, и одичание неминуемы.
4. В противном случае возможность одичать становится не такой уж и нереальной.
5. Чтобы выйти замуж, надо поехать на Байкал и немного одичать Знакомства по интернету уже не актуальны.
Τι είναι одичать - ορισμός